- Κόμσατ
- οτηλεπ. ιδιωτικός οργανισμός, ο οποίος το 1992 πήρε την άδεια τού αμερικανικού κογκρέσου για την ανάπτυξη μη στρατιωτικού συστήματος δορυφορικών επικοινωνιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. αρκτικόλεξο Comsat (COMmunication SΑTellite Corporation «Οργανισμός Δορυφορικών Επικοινωνιών»)].
Dictionary of Greek. 2013.